- εξωμιδοποιία
- ἐξωμιδοποιία, η (Α)η τέχνη τής κατασκευής εξωμίδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξωμιδοποιία — ἐξωμιδοποιΐᾱ , ἐξωμιδοποιία manufacture of fem nom/voc/acc dual ἐξωμιδοποιΐᾱ , ἐξωμιδοποιία manufacture of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωμιδοποιίας — ἐξωμιδοποιΐᾱς , ἐξωμιδοποιία manufacture of fem acc pl ἐξωμιδοποιΐᾱς , ἐξωμιδοποιία manufacture of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)